2011-08-04

Μαθήματα οικονομίας τρίτο μάθημα

Μάθημα οικονομίας 3
Η δύναμη του κατοστάρικου
Μια φορά κι έναν καιρό κι αυτό όχι πολύ παλιά σκαρφαλωμένο στις πλαγιές ενός βουνού βρίσκονταν ένα χωριό από κείνα που λέγαμε τότε ορεινά.
Εκεί έμεναν κάπου 50 οικογένειες  περίπου 190 ψυχές.
Ο πόλεμος είχε τελειώσει πριν από κάποια χρόνια τα πράγματα  ήταν πλέον ήσυχα  αλλά η φτώχεια  φτώχεια.
Κάποια μέρα ξαφνικά ακούγεται ο θόρυβος μια μηχανής αυτοκινήτου  και εμφανίζεται γεμάτος σκόνη ενας ματρακάς που νόμιζες όπως φαινόταν σκονισμένος και σε τέτοιο χάλι ότι εκεί στο χωριό θα τελείωνε πλέον και η ύπαρξή του.
Σταμάτησε άνοιξε η πόρτα και από αυτόν κατέβηκε  ένας τύπος  ο οποίος προχώρησε κατ’ ευθείαν πλησιάζοντας τον μοναδικό γέρο  που κάθονταν στην πλατεία εκείνη την ώρα.
«Καλημέρα παππού»  του είπε | «πως πάνε τα πράματα εδώ» ρώτησε.
«Ασχημα παιδί μου» του λέει ο γέρος «μπορείς να δεις και μόνος σου»
 «όλοι χρωστάνε εδώ δεν κουνιέται τίποτα στο χωριό .Ακόμα και το καφενείο έχει ένα χρόνο να ανοίξει»
«Εσύ τι θέλεις εδώ;» συνέχισε γεμάτος περιέργεια τον απρόσμενο επισκέπτη.
«Είμαι έμπορος και πέρασα να δώ μήπως μπορώ να πουλήσω κάτι από την πραμάτεια μου στο χωριό σας»
το απάντησε ο ξένος σχεδόν χωρίς να πάρει αναπνοή.
«Αδικα έκανες τόσο κόπο» του απάντησε «εδώ σε μας δεν ανοίγει ούτε το καφενείο πλέον»
Ο ξένος δίστασε για κάποιες στιγμές τελικά γυρίζει το κεφάλι και λέει στο συνομιλητή του
«Ακουσε παππού νομίζω ότι πρέπει να προσπαθήσω . Αποφάσισα να μείνω γι απόψε εδώ για πες μου υπάρχει κάποιος χώρος να αφήσω τα πράματά μου και να κοιμηθώ το βράδυ;»
«Απεναντι από την εκκλησία υπάρχει ο Νίκος ρώτησε εκεί  έχει κάποιο δωμάτιο που νοικιάζει του παρ όλα αυτά σου λέω ότι χάνεις εδώ την ώρα σου» του απάντησε κουνώντας επιτιμητικά το κεφάλι του πλέον ο γέρος.
«Απόφάσισα πλέον να μείνω» του λέει ο ξένος «Για χαρά  θα τα πούμε κάποια ώρα αργότερα» και προχώρησε πλέον στο διπλανό στενό για το ξενοδοχείο του χωριού.
Φτάνοντας εκεί πραγματικά βρίσκει δωμάτιο για την βραδιά και δίνει μάλιστα εκατό δραχμές προκαταβολή για το δωμάτιο αφήνει τα πράγματά του και βγαίνει σχεδόν αμέσως να προλάβει πριν τον πάρει η νύχτα.
Ο ξενοδόχος έμεινε αρκετή ώρα κοιτάζοντας το κατοστάρικο βουβός τελικά φωνάζει το βοηθό του και του το δίνει λέγοντάς του.
«Γιαννακό παρ το κατοστάρικο και πήγαινε και δώς το στον Νικόλα το χασάπη που του χρωστάω ένα κατοστάρικό δυο χρόνια τώρα και δεν μου μιλάει πλέον»
Ο Γιαννακός παίρνει το κατοστάρικο το δίνει στον  Νικόλα ο οποίος με τη σειρά του το στέλνει στο Αντρέα για το ίδιο λόγο και το κατοστάρικο αρχίζει να γυρίζει στο χωριό από τον ένα στον άλλο  τακτοποιώντας τα χρωστούμενα των χωριανών φτάνοντας πάλι πίσω στον ξενοδόχο που το είχε πάρει σαν προκαταβολή.
Εκείνη τη στιγμή εμφανίζεται κι ο ξένος που του λέει ότι δεν θα μείνει γιατί γύρισε όλο το χωριό χωρίς να καταφέρει να πουλήσει τίποτα ζητώντας του πίσω την προκαταβολή μια και δεν θα έμενε πλέον στο χωριό.
Μπαίνοντας  στο αυτοκίνητο του για να φύγει με το κατοστάρικο στην τσέπη  περνώντας  από την πλατεία του χωριού διαπίστωσε ότι το καφενείο ήταν ανοικτό γεμάτο κόσμο που κουβέντιαζε γελούσε και διασκέδαζε απαλλαγμένο από το άγχος και την κακομοιριά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου